ΝΙΚΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ
(Με την ευκαιρία της αναδρομικής του έκθεσης στο Μουσείο Μπενάκη – Πειραιώς, 16 Νοεμβρίου 2011 – 15 Ιανουαρίου 2012)
ΝΙΚΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ
ΜΙΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ, ΣΑΝ ΑΛΛΗ ΜΑΤΙΑ, ΣΤΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΜΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑΣ
Η αναδρομική έκθεση του Νίκου Χουλιαρά στο Μουσείο Μπενάκη, που περιλάμβανε και οπτικοακουστική εκδήλωση, αποκάλυψε το πανόραμα της πολύπλευρης και πολυβραβευμένης δημιουργίας του, σε όλους τους τομείς. Το έργο του Χουλιαρά δεν είναι δυνατό να αξιολογηθεί και να εκτιμηθεί στο σύνολό του αν δεν εξεταστούν διεξοδικά όλες οι παράλληλες πλευρές του. Είναι οι εκδηλώσεις μιας ψυχής, που βρήκε την πιο τέλεια έκφρασή της στη ζωγραφική, που με τέλεια γνώση, επέλεξε να αφοσιωθεί, εγκαταλείποντας τη γλυπτική και μαζί τη σκηνογραφία, που είχε σπουδάσει. Τώρα που ο ίδιος απέχει από την ενεργό δράση και η έντονη χιουμοριστική του διάθεση δεν είναι πια εκεί, για να καλύπτει, ισορροπώντας κάπως, την τραγικότητα, φαίνεται, ίσως πιο προσιτή, η αναφορά στην πολύπλευρη δημιουργία του, που περιλαμβάνει τη μουσική του, που την επένδυσε με την τόσο εκφραστική φωνή του, στη λογοτεχνία (ποίηση, διήγημα, μυθιστόρημα, στιχουργική), στον σχεδιασμό εκδόσεων και τελικά και κυρίως στη ζωγραφική του.
Η γοητευτική παρουσία του Χουλιαρά, ενός ανθρώπου πάντα γελαστού και χαρούμενου, ερχόταν σε μεγάλη αντίθεση με το σύνολο του ζωγραφικού του έργου, που μοιάζει με κραυγή υπέρτατης απελπισίας ενός μοναχικού ανθρώπινου είδωλου, μέσα σε ένα εφιαλτικό τοπίο, εκφράζει στην τραγικότητά του βαθειά ερωτήματα της ανθρώπινης περιπέτειας που βιώνει. Τελικά, η λαμπερή, γεμάτη ζωντάνια persona του φαίνεται να κάλυπτε μιά ψυχή που, από τη μέγιστη ευαισθησία της, δεινοπαθούσε και δεν μπορούσε να δεχθεί τα δεινά μιας ζωής γεμάτης αρνητικότητα, που του ήταν αδύνατο να μην εκδηλωθεί.
Η εκρηκτική του φύση, που με χιούμορ αντιμετώπιζε το κάθε τι, δεν σταματούσε το καλαμπούρι, ούτε μέσα στην απόλυτη, απαγορευτική ησυχία της προβολής – στο μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης του Πρεβελάκη, στη Σχολή Καλών Τεχνών, που παρακολουθούσαμε, μέσα στο σκοτάδι της προβολής, με τα λιλιπούτεια φαναράκια μας, που έφεγγαν στις σημειώσεις μας – και δημιουργούσε εκεί μια ατμόσφαιρα γέλιου και ευφορίας που μας συνάρπαζε.
Η ζωγραφική αλλά και η συγγραφική δημιουργία του Χουλιαρά, που γινόταν τη νύχτα, όπως και η μουσική δραστηριότητά του,1 του δημιούργησε την έξη της νυχτερινής ζωής, που απαιτούσε να αναπληρώνεται ο ύπνος την ημέρα. Έτσι, ο καλλιτέχνης απέκτησε την οικειότητα με το σκοτάδι που απλώνεται και διαρκεί σε όλο το έργο του. Αυτός ο φωτεινός άνθρωπος, που ζωντάνευε με τα τραγούδια του τη νυχτερινή ζωή της Πλάκας, ουσιαστικά, σχεδόν δεν είχε μέρα, αφού δεν τη ζούσε. Η νύχτα, που τη ζούσε τραγουδώντας ή δουλεύοντας στη ζωγραφική, ήταν το απόλυτο βίωμά του, που με την έλλειψη (σχεδόν) του χρώματος (και της θεραπευτικής του) κυριάρχησε σιγά σιγά σ’ όλο το έργο του, από την αρχή ως τις τελευταίες δημιουργίες του, με την επικράτηση του μαύρου με το λευκό και λίγες ενδείξεις χρώματος, κυρίως φαιού ή γκρίζου.
Η ζωγραφική του Χουλιαρά, έτσι, ασπρόμαυρη, άρχισε να εκφράζει το αρνητικό της ζωής που αυτός βίωνε αποκτώντας τις ιδιότητές του, με το πολύ μαύρο της νύχτας, που φώτιζε την προσωπικότητά του και σ’ αυτούς που τον γνωρίζαμε, μεγάλωνε το ερωτηματικό, αφού ερχόταν σε αντίθεση με την αστραφτερή, όλο ζωντάνια παρουσία του. Η έντονη χιουμοριστική του διάθεση, καθώς και το συναρπαστικό γελοιογραφικό του ταλέντο, αρχίζει να παίρνει μορφή, μέσα στα έργα του, με ένα αυτοβιογραφικό και βέβαια αυτοπροσωπογραφικό σύμβολο του εαυτού του, που στοιχειώνει σιγά σιγά πολλά από τα υποβλητικά τοπία του με τη σχεδόν αδιάλειπτη παρουσία του και, τελικά, την κωμικοτραγικότητά του.
Το σύμβολο αυτό, αν και συνεχώς παραλλαγμένο, πάντοτε αναγνωρίσιμο, μοιάζει συχνά με ένα αποκρουστικό θηρίο που είναι έτοιμο να του επιτεθεί. Η μοναδική φτερωτή παρουσία του, η τάση για απογείωση και φυσικά ανύψωση, δεν επανεμφανίζεται πια. Και ο διχασμός γίνεται όλο πιο φανερός. Ο ίδιος, όπως τον δείχνουν και πολλές φωτογραφίες του, φαίνεται ένας χαρούμενος άνθρωπος, ό,τι όμως εκπορεύεται απ’ αυτόν, με μια συγκλονιστική ειλικρίνεια, υπερβαίνει το δραματικό και φθάνει, στην εξπρεσιονιστική εσωτερικότητά του, το τραγικό που τόσο έντονα βιώνει. Ανάλογες ποιότητες εκφράζει και η λογοτεχνική γραφή του Χουλιαρά (ποίηση, διήγημα, μυθιστόρημα). Σε μια τέτοια περιορισμένη, σχετικά, αναφορά σε μια τόσο πολύπλευρη δημιουργία, είναι αδύνατο κάποιος να εισδύσει σε όλες τις πλευρές της έκφρασής της, που συγκλίνουν στο βασικό του βίωμα. Μέσα σ’ όλες όμως αυτές κυριαρχεί και προβάλει η ζωγραφική του που εκεί αποτυπώνεται ανάγλυφα αυτό που πάσχει, ο εσωτερικός εαυτός του.
Οι ιδιαίτερες ικανότητές του στη ζωγραφική είτε ζωγραφίζει σε καμβά, σε χαρτί, χαρτόνι ή ακόμη και πάνω σ’ ένα κουτί από τσιγάρα, είναι φανερές, σ’ ένα σχέδιο στιβαρό, αδιάρρηκτα συγκροτημένο, σ’ έναν χώρο που φαίνεται να αξιοποιεί ακόμη και τις σκηνογραφικές μελέτες του. Σ’ αυτό το σχέδιο κυριαρχεί, σχεδόν πάντα, το κωμικοτραγικό σύμβολο του εαυτού του, που είναι συχνά παρόν στα εφιαλτικά τοπία του. Το σύμβολο αυτό, σε όλες του τις παραλλαγές και αλλοιώσεις, συμπληρωμένο, πολλές φορές, από τις γραπτές διατυπώσεις της ιστορίας και ταλαιπωρίας του, κάποτε δακρυσμένο, ζωντανεύει τα ασπρόμαυρα τοπία του, με το μοναδικό απαστράπτον, κάποτε, λυκόφως τους.
Αν θέλουμε να μην αδικήσουμε τον Νίκο Χουλιαρά, θα πρέπει πρώτα πρώτα να του αναγνωρίσουμε τη μέγιστη ειλικρίνεια και συνέπεια του βιωμένου οράματός του, ιδιαίτερα στη ζωγραφική του, που γίνεται τεκμήριο γνησιότητας: ο καλλιτέχνης δημιουργεί ένα έργο με απόλυτη εσωτερική συνοχή και ενότητα, σε όλο το εύρος του και κάνει την εικαστική του ταυτότητα απόλυτα συγκεκριμένη, αναμφισβήτητα διακριτή και άμεσα αναγνωρίσιμη, αποκλείοντας επιρροές και επιδράσεις από σχολές αντίθετα, θα μπορούσε να δημιουργήσει κάποιες.
Το έργο του Χουλιαρά, με την απλοϊκότητα και παιδικότητα, με τον παραμορφωτικό εξπρεσιονισμό του επανερχόμενου συμβόλου, με τις σουρεαλιστικές προεκτάσεις του, τη συμβολική εκμετάλλευση της σκιάς στον χώρο και γενικότερα στο τοπίο και τη διάχυτη μελαγχολία όλων των συμβόλων του, που συγκλίνουν όλα σε μια υπαρξιακή θεώρηση, φαίνεται τελικά να δείχνει προς ένα συμβολικό ρομαντισμό. Όπως έχει πει και ο ίδιος: «Η μελαγχολία είναι πιο ενδιαφέρουσα από την ευτυχία», μια καθαρά ρομαντική δήλωση. Ενώ, αλλού, χαρακτηρίζει το αυτοπροσωπογραφικό σύμβολό του: «Καταδικασμένος στην ερημιά της μοναξιάς του».
Η περίπτωση του Χουλιαρά, στη μοναδικότητα της ειλικρίνειας του μηνύματός του στη ζωγραφική, πέρα από σχολές ή ανύπαρκτες επιδράσεις, είναι αδύνατο να καταταχθεί. Τώρα, αν τα υποβλητικά τοπία του, στα οποία διακρίνουμε σκιώδεις μορφές που προσπαθούν ή δεν κατορθώνουν να συνυπάρξουν, μπορούν να φέρουν κάτι άλλο, εκτός από την τραγικότητα που εκφράζει το εσωτερικό του όραμα, λυτρωτικό για τον άνθρωπο, είναι ίσως το μεγάλο ερωτηματικό της ουσίας της έκφρασής του. Θα μπορούσε να απαντηθεί, με τον αποτροπαϊκό τελικά χαρακτήρα του έργου του, που θέλει να ξορκίσει το κακό και να φέρει κάτι άλλο θετικό για τον άνθρωπο, που μπορεί να τον ανυψώνει όπως δείχνει, το μοναδικό άλλωστε φτερωτό σύμβολό του. Και εδώ δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε τον αφορισμό του Δημήτρη Μητρόπουλου: «Τέχνη είναι, μόνο, ότι ανυψώνει τον άνθρωπο». Που ισχύει πάντα.
Ο Χουλιαράς, ένας άνθρωπος βαθύτατης ευαισθησίας, βιώνει, όπως είναι φανερό από το σύνολο του έργου του, στον υπέρτατο βαθμό, την αρνητικότητα του σύγχρονου κόσμου, που τη διατυπώνει με συγκλονιστική ειλικρίνεια και συνέπεια στο μήνυμά του, που συνάγεται απ’ όλες τις πλευρές της έκφρασής του και θέλει με το γνήσιο Μιθριδατισμό του, όπως έχει πει σε κάποια συνέντευξή του, να είναι τελικά θετικό: «Είμαι απελπισμένος εκ γενετής και γι’ αυτό είμαι αισιόδοξος».
Ο Χουλιαράς, από τους πιο πολυσύνθετους δημιουργούς, ζωγράφος, ποιητής, μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, και μουσικός, διατηρεί μέσα σ’ όλες τις πλευρές της αυτόνομης δημιουργίας του, την ενότητα ενός οράματος σφραγισμένου από την μελαγχολία που είναι τελικά η ουσία του έργου του.
Τώρα που το πολύπλευρο έργο του ολοκληρώνεται σαν όραμα, στην τελική διαμόρφωσή του, μπορούμε να αναγνωρίσουμε τη φανερή σύγκλιση όλων των πλευρών του, στην εσωτερική ενότητα της ουσίας του που είναι ένας συμβολικός ρομαντισμός, που δημιουργεί η άκρα ευαισθησία του.
Ο Χουλιαράς, όπως το έχει διατυπώσει και ο ίδιος, δείχνει στο αποτροπαϊκό, με αποτέλεσμα την κάθαρση, όπως στην αρχαία τραγωδία, έργο του, αυτό που χρειάζεται, είναι ανάγκη να εκλείψει από το σύγχρονο κόσμο και αυτό είναι τελικά το υποβόσκον, σε όλο το έργο του, σημαντικό μήνυμά του.
Έφη Αθανασίου
1. Η ανήσυχη, δυναμική persona του Χουλιαρά πέρασε γρήγορα σε μια απροσδόκητη, εκπληκτική φάση με τη σύνθεση τραγουδιών στις μπουάτ του Νέου Κύματος, που συνόδευε στην κιθάρα και τραγουδούσε ο ίδιος αλλά και η Αρλέτα, η Πόπη Αστεριάδη και η Μαρίζα Κωχ, μαζί με τα Ηπειρώτικα, που τα μεταμόρφωσε και τα έφερε, με την αγάπη του, στο κοινό, σαν κάτι εντελώς καινούριο.